Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σύγχρονος, -η, -ο
σύγ-χρο-νος επίθετο



αρσενικό: ο σύγχρονος
θηλυκό: η σύγχρονη
ουδέτερο: το σύγχρονο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η σύγχρονη τέχνη μού αρέσει πολύ.
Συνώνυμα:  μοντέρνος σημερινός
modern
 


 2. Έζησε το 1600. Δεν αναγνωρίστηκε, όμως, από τους σύγχρονους συναδέλφους του, αλλά αργότερα.
contemporary