Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μοντέρνος, -α, -ο
μο-ντέρ-νος επίθετο



αρσενικό: ο μοντέρνος
θηλυκό: η μοντέρνα
ουδέτερο: το μοντέρνο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στην πόλη υπάρχουν ψηλά και μοντέρνα κτίρια.
Συνώνυμα:  σύγχρονος
Αντώνυμα:  παλιός αρχαίος
modern
 


 2. Μου αρέσει η παλιά αλλά και η μοντέρνα μουσική.
modern
Συνώνυμα:  σύγχρονος
Αντώνυμα:  παλιός