Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκάλισμα, το
σκά-λι-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του σκαλίσματος - των σκαλισμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο κηπουρός ασχολείται με το σκάλισμα και το πότισμα του κήπου.
Σχετικές λέξεις:  σκαλίζω σκαλιστήρι
digging
 


 2. Τα σκαλίσματα σ' αυτό το έπιπλο έχουν γίνει με το χέρι.
carving