Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκαλιστήρι, το
σκα-λι-στή-ρι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του σκαλιστηριού - των σκαλιστηριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο πατέρας μου σκαλίζει τον κήπο με το σκαλιστήρι.
Σχετικές λέξεις:  σκαλίζω σκάλισμα
hoe
σκαλιστήρι