Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκαλίζω
σκα-λί-ζω ρήμα



Αόριστος: σκάλισα
Μετοχή: σκαλισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο πατέρας μου σκαλίζει και ποτίζει τον κήπο μας.
Παράγωγα:  σκάλισμα σκαλιστήρι
dig
 


 2. Οι κότες σκαλίζουν το χώμα, για να βρουν σκουλήκια.
scratch
 


 3. Κάποιος είχε σκαλίσει λέξεις στα δέντρα.
carve
Συνώνυμα:  χαράζω
Παράγωγα:  σκάλισμα
 


 4. Δες: σκαλίζομαι.