Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκοτεινιασμένος, -η, -ο
σκο-τει-νια-σμέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο σκοτεινιασμένος
θηλυκό: η σκοτεινιασμένη
ουδέτερο: το σκοτεινιασμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κοιτώντας τον σκοτεινιασμένο ουρανό, κατάλαβα ότι γρήγορα θα βρέξει.
Σχετικές λέξεις:  σκοτεινός σκοτεινιάζω σκοτάδι σκοτεινά
darkened
 


 2. Είδα το πρόσωπό της σκοτεινιασμένο και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει.
clouded over
Συνώνυμα:  συννεφιασμένος