Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκοτεινός, -ή, -ό
σκο-τει-νός επίθετο



αρσενικό: ο σκοτεινός
θηλυκό: η σκοτεινή
ουδέτερο: το σκοτεινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η νύχτα χωρίς φεγγάρι είναι σκοτεινή.
Σχετικές λέξεις:  σκοτεινιάζω σκοτάδι σκοτεινιασμένος σκοτεινά
dark