Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σκοτεινιάζω
σκο-τει-νιά-ζω ρήμα



Αόριστος: σκοτείνιασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σκοτείνιασε! Ώρα ν' ανάψουμε το φως.
Συνώνυμα:  νυχτώνω
Αντώνυμα:  φέγγω χαράζω ξημερώνω
Σχετικές λέξεις:  σκοτάδι σκοτεινός σκοτεινιασμένος σκοτεινά
get dark
 


 2. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, όταν άκουσε τα κακά νέα.
cloud over
Συνώνυμα:  συννεφιάζω
Αντώνυμα:  φωτίζομαι