Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



στενό, το
στε-νό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του στενού - των στενών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το στενό του Γιβραλτάρ χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική.
Σχετικές λέξεις:  στενός στενεύω
strait
 


 2. Θα στρίψετε στο πρώτο στενό δεξιά, για να βγείτε στη λεωφόρο.
lane
 


 3. Το νησί μας δεν έχει μεγάλους δρόμους, μόνο μικρά στενά.
lane