Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



στενεύω
στε-νεύ-ω ρήμα



Αόριστος: στένεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα στενέψω το παντελόνι, γιατί μου είναι μεγάλο.
Αντώνυμα:  φαρδαίνω
Σχετικές λέξεις:  στενός στενό
take in
στενεύω


 2. Ο δρόμος στένεψε, λόγω των έργων που κάνει ο δήμος.
narrow
Αντώνυμα:  φαρδαίνω
 


 3. Τα παπούτσια με στενεύουν και πονάνε τα πόδια μου.
pinch