Δείτε επίσης τις λέξεις:
|
1. Θα στενέψω το παντελόνι, γιατί μου είναι μεγάλο.
Αντώνυμα:
φαρδαίνω
Σχετικές λέξεις:
στενός
στενό
take in |
|
2. Ο δρόμος στένεψε, λόγω των έργων που κάνει ο δήμος.
narrow
Αντώνυμα:
φαρδαίνω
|
|
3. Τα παπούτσια με στενεύουν και πονάνε τα πόδια μου.
pinch
|
|
|
|