Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγουροξυπνημένος, -η, -ο
α-γου-ρο-ξυ-πνη-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο αγουροξυπνημένος
θηλυκό: η αγουροξυπνημένη
ουδέτερο: το αγουροξυπνημένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μόλις μου άνοιξε την πόρτα με τις πιτζάμες, κατάλαβα ότι ήταν αγουροξυπνημένος.
Σχετικές λέξεις:  άγουρος ξυπνάω
half asleep