Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τρίμηνο, το
τρί-μη-νο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του τριμήνου - των τριμήνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ένας χρόνος έχει δώδεκα μήνες, δηλαδή τέσσερα τρίμηνα.
Σχετικές λέξεις:  τρεις μήνας
quarter
 


 2. Σήμερα στο σχολείο θα πάρουμε τη βαθμολογία του πρώτου τριμήνου.
trimester