Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τρεις, τρία
τρεις, τρί-α απόλυτο αριθμητικό



αρσενικό: τρεις
θηλυκό: τρεις
ουδέτερο: τρία
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είμαστε δύο αδέλφια στην οικογένεια, αλλά σε λίγο θα γίνουμε τρία.
Σχετικές λέξεις:  τρίτος τρίμηνο τριφύλλι τρίγωνο
three