Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τριφύλλι, το
τρι-φύλ-λι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του τριφυλλιού - των τριφυλλιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το τριφύλλι είναι ένα φυτό που έχει τρία φύλλα.
Σχετικές λέξεις:  τρεις φύλλο
clover
τριφύλλι