Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



υψόμετρο, το
υ-ψό-με-τρο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του υψομέτρου - των υψομέτρων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα βουνά έχουν μεγάλο υψόμετρο, δηλαδή απέχουν πολύ από την επιφάνεια της θάλασσας.
Σχετικές λέξεις:  ύψος μέτρο
altitude
υψόμετρο