Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ύψος, το
ύ-ψος ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ύψους
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα δίδυμα αδέλφια έχουν το ίδιο ύψος.
Σχετικές λέξεις:  υψόμετρο ύψωμα υψώνω
height
ύψος


 2. Τα αεροπλάνα πετούν σε μεγάλο ύψος.
height
 


 3. Προχωρήστε λίγο ακόμα και στρίψτε δεξιά στο ύψος της λεωφόρου.
level