Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ύψωμα, το
ύ-ψω-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του υψώματος - των υψωμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα, για να δούμε το καράβι που έμπαινε στο λιμάνι.
Σχετικές λέξεις:  ύψος υψώνω
high place