Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



υψώνω
υ-ψώ-νω ρήμα



Αόριστος: ύψωσα
Μετοχή: υψωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ύψωσε το κεφάλι σου, για να δεις καλύτερα.
Συνώνυμα:  σηκώνω
Σχετικές λέξεις:  ύψος ύψωμα
raise
 


 2. Μιλούσαμε σιγά, χωρίς να υψώνουμε τον τόνο της φωνής μας.
raise
Συνώνυμα:  ανεβάζω
Αντώνυμα:  χαμηλώνω
 


 3. Δες: υψώνομαι.