Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φαρδύς, -ιά, -ύ
φαρ-δύς επίθετο



αρσενικό: ο φαρδύς
θηλυκό: η φαρδιά
ουδέτερο: το φαρδύ
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Από τότε που αδυνάτισα, όλα τα ρούχα μού έρχονται φαρδιά.
Αντώνυμα:  στενός
Σχετικές λέξεις:  φαρδαίνω
loose
 


 2. Γλίστρησε κι έπεσε κάτω φαρδύς πλατύς.
fall flat