Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φωτεινός, -ή, -ό, ο
φω-τει-νός επίθετο



αρσενικό: ο φωτεινός
θηλυκό: η φωτεινή
ουδέτερο: το φωτεινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το βράδυ μού αρέσει να χαζεύω τις φωτεινές ταμπέλες των καταστημάτων.
Σχετικές λέξεις:  φως φωτίζω
bright