Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φωτίζω
φω-τί-ζω ρήμα



Αόριστος: φώτισα
Μετοχή: φωτισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο ήλιος φωτίζει και ζεσταίνει τη γη.
Σχετικές λέξεις:  φως φωτεινός
give light
 


 2. Η χαρά φώτισε το πρόσωπό του.
light up
 


 3. Δες: φωτίζομαι.