Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φωτίζομαι
φω-τί-ζο-μαι ρήμα



Αόριστος: φωτίστηκα
Μετοχή: φωτισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο ουρανός φωτίστηκε από τα πυροτεχνήματα.
light up
 


 2. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά, όταν μας είδε.
light up
Αντώνυμα:  σκοτεινιάζω συννεφιάζω
 


 3. Τη νύχτα βλέπουμε τα φωτισμένα χωριά στα γύρω βουνά.
lit up
 


 4. Δες: φωτίζω.