Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαζεύω
χα-ζεύ-ω ρήμα



Αόριστος: χάζεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Δεν άκουσα τι είπες, γιατί χάζευα.
Σχετικές λέξεις:  χαζός χαζομάρα
be absent-minded
 


 2. Κάνουμε βόλτα στους δρόμους και χαζεύουμε τις βιτρίνες.
go window shopping