Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαμηλωμένος, -η, -ο
χα-μη-λω-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο χαμηλωμένος
θηλυκό: η χαμηλωμένη
ουδέτερο: το χαμηλωμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Από το χαμηλωμένο βλέμμα του κατάλαβα όταν ντρεπόταν.
Σχετικές λέξεις:  χαμηλώνω χαμηλός χαμηλά
lowered
 


 2. Έχουμε τη μουσική χαμηλωμένη, για να μην ενοχλήσουμε τους γείτονες.
turned down