Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαμηλός, -ή, -ό
χα-μη-λός επίθετο



αρσενικό: ο χαμηλός
θηλυκό: η χαμηλή
ουδέτερο: το χαμηλό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Οι λόφοι είναι χαμηλά βουνά.
Αντώνυμα:  ψηλός
Σχετικές λέξεις:  χαμηλά χαμηλώνω χαμηλωμένος
low
 


 2. Πέρσι είχα χαμηλούς βαθμούς, αλλά φέτος τα πάω πολύ καλά.
low