Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαμηλώνω
χα-μη-λώ-νω ρήμα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μετά το μεσημέρι, ο ήλιος χαμηλώνει στον ουρανό.
Αντώνυμα:  ψηλώνω υψώνομαι
Σχετικές λέξεις:  χαμηλός χαμηλά χαμηλωμένος
go down
 


 2. Το κάδρο είναι πολύ ψηλά. Πρέπει να το χαμηλώσουμε.
lower
Αντώνυμα:  σηκώνω ανεβάζω
 


 3. Χαμήλωσε λίγο τον τόνο της φωνής σου. Θα τους ξυπνήσεις όλους!
lower
Αντώνυμα:  υψώνω ανεβάζω