Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χειρότερος, -η, -ο
χει-ρό-τε-ρος επίθετο



αρσενικό: ο χειρότερος
θηλυκό: η χειρότερη
ουδέτερο: το χειρότερο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Χθες ήταν η χειρότερη μέρα του χειμώνα. Το κρύο ήταν τρομερό.
Αντώνυμα:  καλύτερος
Σχετικές λέξεις:  χειρότερα χειροτερεύω
worst