Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χειροτερεύω
χει-ρο-τε-ρεύ-ω ρήμα



Αόριστος: χειροτέρεψα
Μετοχή:
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το χειμώνα ο καιρός χειροτερεύει.
Συνώνυμα:  χαλάω
Αντώνυμα:  βελτιώνομαι φτιάχνω
Σχετικές λέξεις:  χειρότερος χειρότερα
get worse
 


 2. Μη φωνάζεις, γιατί χειροτερεύεις τη θέση σου.
make things worse
Αντώνυμα:  βελτιώνω