Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρονιά, η
χρο-νιά ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χρονιάς
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η καινούργια χρονιά μπαίνει την 1η Ιανουαρίου.
Συνώνυμα:  χρόνος έτος
Σχετικές λέξεις:  χρόνος χρονικός
year