Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρονολογία, η
χρο-νο-λο-γί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χρονολογίας - των χρονολογιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου είναι γραμμένη η χρονολογία της έκδοσης.
Σχετικές λέξεις:  χρόνος χρονολογικός
date