Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρονολογικός, -ή, -ό
χρο-νο-λο-γι-κός επίθετο



αρσενικό: ο χρονολογικός
θηλυκό: η χρονολογική
ουδέτερο: το χρονολογικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μπορείς να βάλεις τα γεγονότα σε χρονολογική σειρά;
Σχετικές λέξεις:  χρόνος χρονολογία
chronological