Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρωματίζω
χρω-μα-τί-ζω ρήμα



Αόριστος: χρωμάτισα
Μετοχή: χρωματισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Χρωμάτισα τα σχέδια στο μπλοκ ζωγραφικής.
Σχετικές λέξεις:  χρώμα χρωματιστός
paint
χρωματίζω


 2. Δες: χρωματίζομαι.