Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρωματιστός, -ή, -ό
χρω-μα-τι-στός επίθετο



αρσενικό: ο χρωματιστός
θηλυκό: η χρωματιστή
ουδέτερο: το χρωματιστό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στα διαλείμματα ζωγραφίζω στον πίνακα με χρωματιστές κιμωλίες.
Σχετικές λέξεις:  χρωματίζω χρώμα
coloured