Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψυχαγωγία, η
ψυ-χα-γω-γί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ψυχαγωγίας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το θέατρο κι ο κινηματογράφος μάς προσφέρουν ψυχαγωγία.
Σχετικές λέξεις:  ψυχή ψυχαγωγικός ψυχαγωγώ
entertainment