Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψυχαγωγώ
ψυ-χα-γω-γώ ρήμα



Αόριστος: ψυχαγώγησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η τηλεόραση έχει στόχο να ενημερώνει και να ψυχαγωγεί.
Σχετικές λέξεις:  ψυχαγωγία ψυχαγωγικός
entertain
 


 2. Δες: ψυχαγωγούμαι.