Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψυχαγωγικός, -ή, -ό
ψυ-χα-γω-γι-κός επίθετο



αρσενικό: ο ψυχαγωγικός
θηλυκό: η ψυχαγωγική
ουδέτερο: το ψυχαγωγικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η τηλεόραση έχει ψυχαγωγικές και ενημερωτικές εκπομπές.
Σχετικές λέξεις:  ψυχαγωγία ψυχαγωγώ
recreational