Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βασιλεύω
βα-σι-λεύ-ω ρήμα



Αόριστος: βασίλεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα φώτα ανάβουν, όταν βασιλεύει ο ήλιος.
Συνώνυμα:  γέρνω πέφτω δύω
Αντώνυμα:  ανατέλλω βγαίνω
Παράγωγα:  βασίλεμα
set
 


 2. Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλεψε στη Μακεδονία.
reign
Παράγωγα:  βασιλιάς βασίλειο βασιλικός βασιλόπουλο