Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ειρήνη, η
ει-ρή-νη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ειρήνης
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όλοι θέλουν να σταματήσει ο πόλεμος και να υπογραφεί μια συνθήκη ειρήνης.
Αντώνυμα:  πόλεμος
Σχετικές λέξεις:  ειρηνικός
Frieden