Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτονόμισμα, το
χαρ-το-νό-μι-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χαρτονομίσματος - των χαρτονομισμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Έσφιξε τα χαρτονομίσματα στο χέρι του, για να μην τα πάρει ο αέρας.
Σχετικές λέξεις:  χαρτί νόμισμα
Geldschein
χαρτονόμισμα