Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανθρώπινος, -η, -ο
αν-θρώ-πι-νος επίθετο



αρσενικό: ο ανθρώπινος
θηλυκό: η ανθρώπινη
ουδέτερο: το ανθρώπινο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Υπάρχουν πολλά κόκαλα στο ανθρώπινο σώμα.
Σχετικές λέξεις:  άνθρωπος ανθρωπότητα
menschlich
 


 2. Η ταινία μάς συγκίνησε, γιατί ήταν πολύ ανθρώπινη.
menschlich