Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανθρωπότητα, η
αν-θρω-πό-τη-τα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ανθρωπότητας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η ανακάλυψη καινούργιων φαρμάκων βοηθά πολύ την ανθρωπότητα.
Σχετικές λέξεις:  άνθρωπος ανθρώπινος
Menschheit