Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγορά, η
α-γο-ρά ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αγοράς - των αγορών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η μητέρα μου πήγε στην αγορά, για να ψωνίσει.
Σχετικές λέξεις:  αγοράζω αγοραστής
in die Stadt
αγορά


 2. Στη γειτονιά μας έχουμε λαϊκή αγορά κάθε Τετάρτη.
Wochenmarkt
 


 3. Κάνουμε τις αγορές μας στο κέντρο της πόλης το Σάββατο το πρωί.
Einkäufe