Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρυσόχαρτο, το
χρυ-σό-χαρ-το ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χρυσόχαρτου - των χρυσόχαρτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Θα τυλίξουμε όλα τα δώρα σε χρυσόχαρτο.
Σχετικές λέξεις:  χρυσός χαρτί
Goldpapier