Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρυσός, -ή, -ό
χρυ-σός επίθετο



αρσενικό: ο χρυσός
θηλυκό: η χρυσή
ουδέτερο: το χρυσό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Φορούσε μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό.
Παράγωγα:  χρυσάφι χρυσαφένιος χρυσοχόος χρυσόμυγα χρυσόχαρτο χρυσόψαρο
golden, Gold-
χρυσός, -ή, -ό


 2. -Πού είναι το μωρό σας; -Κοιμάται, το χρυσό μου.
Schatz