Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρυσοχόος, ο, η
χρυ-σο-χό-ος ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της χρυσοχόου - των χρυσοχόων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η μητέρα μου είναι χρυσοχόος και φτιάχνει όμορφα κοσμήματα.
Σχετικές λέξεις:  χρυσός χρυσάφι χρυσαφένιος
Goldschmied