Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρυσόψαρο, το
χρυ-σό-ψα-ρο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χρυσόψαρου - των χρυσόψαρων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Πολλοί άνθρωποι έχουν στο σπίτι τους χρυσόψαρα και τα φροντίζουν.
Σχετικές λέξεις:  χρυσός ψάρι
Goldfisch
χρυσόψαρο