Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψάρι, το
ψά-ρι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ψαριού - των ψαριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα ψάρια του γλυκού νερού ζουν στις λίμνες και τα ποτάμια.
Σχετικές λέξεις:  ψαρεύω ψάρεμα ψαράς ψαράδικο χρυσόψαρο
Fisch
ψάρι


 2. Θα παραγγείλουμε ψάρι, γιατί έχουμε πολύ καιρό να φάμε.
Fisch