Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγώνας, ο
α-γώ-νας ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του αγώνα - των αγώνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο σχολείο είχαμε χθες αγώνα ποδοσφαίρου.
Συνώνυμα:  ματς
Παράγωγα:  αγωνίζομαι αγώνισμα
-spiel
 


 2. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 θα γίνουν στην Αθήνα.
Spiel
Παράγωγα:  αγωνίζομαι αγώνισμα
 


 3. Η οργάνωση αυτή κάνει αγώνα για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Kampf
Παράγωγα:  αγωνίζομαι
 


 4. Κάνουν αγώνα στα δικαστήρια, για να βρουν το δίκιο τους.
(kämpfen)