Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγωνίζομαι
α-γω-νί-ζο-μαι ρήμα



Αόριστος: αγωνίστηκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Αγωνίστηκα σ' όλη μου τη ζωή, για να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά.
Συνώνυμα:  πολεμάω
Παράγωγα:  αγώνας
kämpfen
 


 2. Η αθλήτριά μας αγωνίζεται στο διάδρομο πέντε.
kämpfen
Παράγωγα:  αγώνας αγώνισμα
 


 3. Στην οργάνωση αυτή αγωνίζονται για τα δικαιώματα των παιδιών.
kämpfen
Παράγωγα:  αγώνας