Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγώνισμα, το
α-γώ-νι-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του αγωνίσματος - των αγωνισμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι καλός σε όλα τα αγωνίσματα, αλλά περισσότερο στο άλμα εις μήκος.
Σχετικές λέξεις:  αγώνας αγωνίζομαι
Wettkampf, (Sportart)